-
1 τελευταία
τελευταῖοςlast: neut nom /voc /acc pl——————τελευταῖαι, τελευταῖοςlast: fem nom /voc pl -
2 τελευταια
I.ἡ (sc. ἡμέρα) последний день Soph. etc.II.τά adv. в конце, в (за) последнее время, в последний раз Thuc.ὅτε τὰ τ. ἔλεγεν Plat. — когда он произнес свою последнюю речь
-
3 τελευταία
τελευταί̱ᾱ, τελευταῖοςlast: fem nom /voc /acc dualτελευταί̱ᾱ, τελευταῖοςlast: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————τελευταί̱ᾱͅ, τελευταῖοςlast: fem dat sg (attic doric aeolic) -
4 τελευταίᾳ
Βλ. λ. τελευταία -
5 τελευταῖα
Βλ. λ. τελευταία -
6 τελευταῖᾳ
Βλ. λ. τελευταία -
7 τελευταία
επίρρ.1) недавно; 2) за последнее время; в последнее время; 3) в конце концов -
8 τελευταία
[тэлэфтэа] επίρ. недавно.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τελευταία
-
9 τελευταία
[тэлэфтэа] επίρ недавно. -
10 τελευταία αποθέματα
поcледните резервиГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > τελευταία αποθέματα
-
11 τελευταία στιγμή
поcледен моментГрчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό) > τελευταία στιγμή
-
12 τελευταία
geçenlerde, yakınlarda -
13 последний
последн||ийприл в разн. знач. τελευταίος, στερνός:в \последний раз γιά τελευταία φορά· в \последнийее время τόν τελευταίο καιρό, τελευταία, ἐσχάτως· \последнийие известия οἱ τελευταίες είδήσεις· \последнийее слово иау́ки ἡ τελευταία λέξη τής ἐπιστήμης· \последнийее желание, \последнийяя во́ля ἡ τελευταία ἐπιθυμία, ἡ στερνή θέληση· это \последнийее дело αὐτό εἶναι τό χειρότερο ἀπ· ὅλα· э́то \последнийее мое слово αὐτή εἶναι ἡ τελευταία μου κουβέντα· по \последнийей мо́де σύμφωνα μέ τήν τελευταία μόδα -
14 последний
последний в разн. знач. τελευταίος* τελικός (окончательный)· в \последний раз για τελευταία φορά* в \последнийее время τελευταία· кто \последний? ποιος είναι ο τελευταίος; \последнийие известия τα επίκαιρα* * *в разн. знач.τελευταίος; τελικός ( окончательный)в после́дний раз — για τελευταία φορά
в после́днее вре́мя — τελευταία
кто после́дний? — ποιος είναι ο τελευταίος
после́дние изве́стия — τα επίκαιρα
-
15 последний
-яя, -ееεπ.1. τελευταίος, τελικός• (υ)στερνός•последний дом на улице το τελευταίο σπίτι της οδού•
последний параграф τελευταία παράγραφος•
самый последний ο πιο τελευταίος, ακρο-τελευταίος, ο έσχατος.
|| επιθανάτιος•последний час η τελευταία ώρα ή στιγμή•
-яя воля η επιθανάτια επιθυμία•
последний вздох ξεψύχισμα.
|| ουσ. ουδ. -ее το τελευταίο•отдать и -ее δίνω,και το τελευταίο.
2. νεότατος•-яя мода τελευταία μόδα•
-ее слово техники η τελευταία λέξη της τεχνικής.
3. τελειωτικός.4. κατώτατος, έσχατος• χείριστος, ο χειρότερος. || απρεπέστατος• υβριστικός.εκφρ.- ие времена – άσχημοι (δύσκολοι) καιροί•до -его – ως εκεί που δεν παίρνει άλλο. -
16 τελευταιος
31) конечный, последний, крайнийοἱ τελευταῖοι κύκλοι Her. — крайние (т.е. внутренние) из кольцевых стен;
ἥ τελευταία ἡμέρα Soph., Dem. — последний день;ὅ τ. βίος Soph. — конец жизни2) задний(πόδες Arst.)
οἱ πρῶτοι καὴ οἱ τελευταῖοι Xen. — передние и задние ряды (войска)3) перен. крайний, предельный(ὕβρις Soph.). - см. тж. τελευταία, τελευταῖα и τελευταῖον
-
17 the last word
1) (the final remark in an argument etc: She always must have the last word!) η τελευταία λέξη2) (the final decision: The last word rests with the chairman.) η τελευταία λέξη3) (something very fashionable or up-to-date: Her hat was the last word in elegance.) η τελευταία λέξη -
18 τελευταῖος
τελευταῖος, vollendend, beschließend, dah. am Ende befindlich, der letzte, äußerste; Ggstz πρῶτος, Aesch. Ag. 305; τὴν τελευταίαν ἡμέραν ἰδεῖν, Soph. O. R. 1528, u. öfter; auch ἡ τελευταία ὕβρις, der äußerste, höchste, El. 263; Eur., Her. u. Folgde überall; τὸ τελευταῖον, endlich, zuletzt, Her. 1, 91; ἐν τοῖς τελευταίοις, Is. 1, 13; ἐφέψομαι τελευταῖος, Xen. An. 7, 3, 39, u. öfter von den Letzten im Heereszuge; ὃ δὴ τελευταῖον ἐφϑέγξατο, Plat. Phaad. 118; τελευταῖον, endlich, Rep. VII, 516 b; auch τὰ τελευταῖα, Gorg. 515 e; τηρήσας τὴν τελευταίαν ἡμέραν, das Ende des Tages, Dem. 28, 1.
-
19 срок
1. (период) η διάρκει/αη περίοδοςη προθεσμίατο όριοистечение - а λήξη/εκπνοή της - ας/προθεσμίαςпролонгация - а см. продление - адополнительный - η συμπληρωματική προθεσμία, η παράταση2. (дата) η ημερομηνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > срок
-
20 крик
крик м η φωνή, η κραυγή ◇ последний \крик моды η τελευταία λέξη της μόδας* * *мη φωνή, η κραυγή••после́дний крик мо́ды — η τελευταία λέξη της μόδας
См. также в других словарях:
τελευταῖα — τελευταῖος last neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταῖᾳ — τελευταῖαι , τελευταῖος last fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταία — τελευταί̱ᾱ , τελευταῖος last fem nom/voc/acc dual τελευταί̱ᾱ , τελευταῖος last fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταίᾳ — τελευταί̱ᾱͅ , τελευταῖος last fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τελευταῖ' — τελευταῖα , τελευταῖος last neut nom/voc/acc pl τελευταῖε , τελευταῖος last masc voc sg τελευταῖαι , τελευταῖος last fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek